- βαβούλι
- το (Μ βαβάλιν)το μπουμπούκινεοελλ.1. ο κλειστός καρπός του βαμβακιού2. το εξώφυλλο του καρπού, το περικάρπιο3. το κουκούλι του μεταξοσκώληκα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. valvulus, με ανομοιωτική αποβολή του -λ-, ενώ ο τ. βαβάλιν με εξακολουθητική αφομοίωση].
Dictionary of Greek. 2013.